βαρκούλα

βαρκούλα
η
η βαρκίτσα: Η πολύχρωμη βαρκούλα ήταν πολύ γραφική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρματώνω — (Μ ἀρματώνω) [άρμα] 1. εξοπλίζω 2. μτφ. εφοδιάζω πλοίο με τ απαραίτητα εξαρτήματα («αρματώνω τό καράβι», «μια βαρκούλα θ αρματώσω») 3. ( ομαι) ετοιμάζομαι για επίθεση …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • παραδέρνω — ΝΜ, παραδέρω Α νεοελλ. 1. δέρνω πάρα πολύ 2. (κυρίως για πλοίο) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι («βαρκούλα μέσ στις θάλασσες παράδερνε μονάχη», Βιζυην.) 3. κινούμαι πέρα δώθε 4. μτφ. παλεύω με αντίξοες περιστάσεις, βασανίζομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”